σισερσκίτης

σισερσκίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) ορυκτό που αποτελεί φυσικό κράμα τού ιριδίου και τού οσμίου και έχει παρόμοιες ιδιότητες με το ιριδόσμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Sisserkit < Syssertsk, τοπωνύμιο τής περιοχής Σβερντλόφσκ τής πρώην Σοβιετικής Ένωσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συσσερσκίτης — ο, Ν (ορυκτ.) άλλη γραφή για το ορυκτό σισερσκίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”